- ὑψιπέτας
- ὑψῐπέτᾱς1 high-flying
ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.105
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.105
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
υψιπέτας — ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. υψιπέτης … Dictionary of Greek
ὑψιπέτας — ὑψιπέτᾱς , ὑψιπέτης high flying masc acc pl (doric) ὑψιπέτᾱς , ὑψιπέτης high flying masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υψιπέτης — ο / ὑψιπέτης, ΝΜΑ, θηλ. υψιπέτις, ιδος, Ν, και δωρ. τ. ὑψιπέτας Α αυτός που πετάει στα ύψη νεοελλ. μτφ. αυτός που εκφράζει υψηλές έννοιες («υψιπέτις φαντασία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + πέτης (< πέτομαι «πετώ»] … Dictionary of Greek